- πεινώδης
- πειν-ώδης, ες, = foreg., Gal. 7.576.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεινώδης — ες, Α [πείνα (Ι)] πεινητικός* … Dictionary of Greek
πεινώδεις — πεινώδης masc/fem acc pl πεινώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινώδεσι — πεινώδης masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)